- ωκεανοπλοΐα
- η1. το μέρος της ναυτικής επιστήμης που πραγματεύεται τις μεθόδους που εφαρμόζονται στα ταξίδια στους ωκεανούς.2. θαλασσοπορία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ωκεανοπλοΐα — η, Ν 1. κλάδος τής ναυτικής επιστήμης που ασχολείται με τον διάπλου τών ωκεανών 2. ποντοπλοΐα, ναυσιπλοΐα στους ωκεανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωκεανός + πλοΐα (< πλοος < πλους < πλέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
ωκεανοπλοϊκός — ή, ό, Ν [ωκεανοπλοΐα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανοπλοΐα … Dictionary of Greek
ωκεανοπλοϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανοπλοΐα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)